• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

προβλήτα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προβλήτα οι προβλήτες
      γενική της προβλήτας των προβλητών
    αιτιατική την προβλήτα τις προβλήτες
     κλητική προβλήτα προβλήτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

προβλήτα < αρχαία ελληνική προβλής < προβάλλω < πρό + βάλλω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

προβλήτα θηλυκό

  • (ναυτικός όρος) προεξοχή ενός λιμανιού, εκεί που δένουν τα καράβια

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • προβλήτας (αρσενικό)

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • αποβάθρα
  • λιμάνι
  • μόλος
  • ντόκος
  • προκυμαία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    προβλήτα
  • αγγλικά : pier (en), wharf (en)
  • αμπχαζικά : аҕбагылара
  • γαλλικά : jetée (fr), estacade (fr), quai (fr), embarcadère (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=προβλήτα&oldid=5508031"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 00:59
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 00:59.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie