προβλήτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προβλήτα < αρχαία ελληνική προβλής < προβάλλω < πρό + βάλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
προβλήτα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) προεξοχή ενός λιμανιού, εκεί που δένουν τα καράβια
Άλλες μορφές επεξεργασία
- προβλήτας (αρσενικό)