jetée
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- jetée < jeter
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
jetée | jetées |
jetée (fr) θηλυκό
- η προκυμαία, ο λιμενοβραχίονας
Κλιτικός τύπος μετοχήςΕπεξεργασία
jetée (fr)
ενικός | πληθυντικός |
jetée | jetées |
jetée (fr) θηλυκό
jetée (fr)