Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντόκος οι ντόκοι
      γενική του ντόκου των ντόκων
    αιτιατική τον ντόκο τους ντόκους
     κλητική ντόκε ντόκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντόκος < ντοκ + -ος < αγγλική dock

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈdo.kos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντόκος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία