Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλευρικός η πλευρική το πλευρικό
      γενική του πλευρικού της πλευρικής του πλευρικού
    αιτιατική τον πλευρικό την πλευρική το πλευρικό
     κλητική πλευρικέ πλευρική πλευρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλευρικοί οι πλευρικές τα πλευρικά
      γενική των πλευρικών των πλευρικών των πλευρικών
    αιτιατική τους πλευρικούς τις πλευρικές τα πλευρικά
     κλητική πλευρικοί πλευρικές πλευρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλευρικός < πλευρά

  Επίθετο επεξεργασία

πλευρικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την πλευρά ή με τα πλευρά
  2. που γίνεται από το πλάι

  Μεταφράσεις επεξεργασία