Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγκαρσίως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγκαρσίως
<
αρχαία ελληνική
ἐγκαρσίως
<
ἐγκάρσιος
<
ἐν
+
κάρσιος
Επίρρημα
επεξεργασία
εγκαρσίως
(
λόγιο
) κατά
εγκάρσιο
τρόπο,
κάθετα
προς τον άξονα του
μήκους
Άλλες μορφές
επεξεργασία
εγκάρσια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγκαρσίως
αγγλικά
:
transversely
(en)