Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κάρχαρος καρχάρ
κάρχαρος
τὸ κάρχαρον
      γενική τοῦ καρχάρου τῆς καρχάρᾱς
καρχάρου
τοῦ καρχάρου
      δοτική τῷ καρχάρ τῇ καρχάρ
καρχάρ
τῷ καρχάρ
    αιτιατική τὸν κάρχαρον τὴν καρχάρᾱν
κάρχαρον
τὸ κάρχαρον
     κλητική ! κάρχαρε καρχάρ
κάρχαρε
κάρχαρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κάρχαροι αἱ κάρχαραι
κάρχαροι
τὰ κάρχαρ
      γενική τῶν καρχάρων τῶν καρχάρων
καρχάρων
τῶν καρχάρων
      δοτική τοῖς καρχάροις ταῖς καρχάραις
καρχάροις
τοῖς καρχάροις
    αιτιατική τοὺς καρχάρους τὰς καρχάρᾱς
καρχάρους
τὰ κάρχαρ
     κλητική ! κάρχαροι κάρχαραι
κάρχαροι
κάρχαρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καρχάρω τὼ καρχάρ
καρχάρω
τὼ καρχάρω
      γεν-δοτ τοῖν καρχάροιν τοῖν καρχάραιν
καρχάροιν
τοῖν καρχάροιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάρχαρος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

κάρχαρος, -ος/-α, -ον

  1. (για δόντια) κοφτερός, αιχμηρός
    ※  4ος/3ος↑ αιώνας Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς, Ἀλεξάνδρα, 34, @scaife.perseus
    Τρίτωνος ἠμάλαψε κάρχαρος κύων·
  2. (μεταφορικά) (για συμπεριφορά, ομιλία) οξύς, δηκτικός, σκληρός, τραχύς, αγενής
    ※  7ος↑ αιώνας Αλκμάν, Απόσπασμα 138, @poesialatina.it, Αίλιος Ηρωδιανός, Περί Καθολικής Προσῳδίας, Βιβλίο 8 @scaife.perseus
    καρχάραισι φωναῖς
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ εὐθυμίας, Section 7, 468c @scaife.perseus
    ἃ γὰρ πράττεις πράγματα πεπιστευμένος, οὐχ ἁπλοῖς ἤθεσιν οὐδὲ χρηστοῖς ὥσπερ εὐφυέσιν ὀργάνοις ἀλλὰ καρχάροις τὰ πολλὰ καὶ σκολιοῖς διακονεῖται.
    ※  5ος↓ αιώνας Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 36.234, @scaife.perseus
    αὐτὰρ ὁ κεκλιμένῳ ταχὺς ἔδραμε κάρχαρος ἀνήρ,
  3. (το ουδέτερο ως επίρρημα) (κάρχαρον) με σκληρό τρόπο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία