καρχαλέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρχαλέος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίακαρχαλέος, -α, -ον
- ξερός, τραχύς
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 541 (540-542)
- οἱ δ᾽ ἰθὺς πόλιος καὶ τείχεος ὑψηλοῖο, | δίψῃ καρχαλέοι, κεκονιμένοι ἐκ πεδίοιο | φεῦγον·
- σκονισμένοι έτρεχαν, φρυμένοι από την δίψαν | κατά την πόλιν φεύγοντας και τα υψηλά τους τείχη·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οἱ δ᾽ ἰθὺς πόλιος καὶ τείχεος ὑψηλοῖο, | δίψῃ καρχαλέοι, κεκονιμένοι ἐκ πεδίοιο | φεῦγον·
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.1442, @scaife.perseus
- δίψῃ καρχαλέος· παίφασσε δὲ τόνδʼ ἀνὰ χῶρον,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 541 (540-542)
- ορμητικός, άγριος
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 3.1058, @scaife.perseus
- καρχαλέοι κύνες ὥστε περὶ βρώμης, ὀλέκοιεν
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 3.1058, @scaife.perseus
- (για ήχο) τραχύς, οξύς
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 29.199, @scaife.perseus
- καρχαλέον χρεμετισμὸν ἀνήρυγον ἀνθερεῶνος,
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 29.199, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κάρχαρος
Πηγές
επεξεργασία- καρχαλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρχαλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.