γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καρχαλέος καρχαλέ τὸ καρχαλέον
      γενική τοῦ καρχαλέου τῆς καρχαλέᾱς τοῦ καρχαλέου
      δοτική τῷ καρχαλέ τῇ καρχαλέ τῷ καρχαλέ
    αιτιατική τὸν καρχαλέον τὴν καρχαλέᾱν τὸ καρχαλέον
     κλητική ! καρχαλέε καρχαλέ καρχαλέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καρχαλέοι αἱ καρχαλέαι τὰ καρχαλέ
      γενική τῶν καρχαλέων τῶν καρχαλέων τῶν καρχαλέων
      δοτική τοῖς καρχαλέοις ταῖς καρχαλέαις τοῖς καρχαλέοις
    αιτιατική τοὺς καρχαλέους τὰς καρχαλέᾱς τὰ καρχαλέ
     κλητική ! καρχαλέοι καρχαλέαι καρχαλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καρχαλέω τὼ καρχαλέ τὼ καρχαλέω
      γεν-δοτ τοῖν καρχαλέοιν τοῖν καρχαλέαιν τοῖν καρχαλέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρχαλέος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

καρχαλέος, -α, -ον

  1. ξερός, τραχύς
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 541 (540-542)
    οἱ δ᾽ ἰθὺς πόλιος καὶ τείχεος ὑψηλοῖο, | δίψῃ καρχαλέοι, κεκονιμένοι ἐκ πεδίοιο | φεῦγον·
    σκονισμένοι έτρεχαν, φρυμένοι από την δίψαν | κατά την πόλιν φεύγοντας και τα υψηλά τους τείχη·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.1442, @scaife.perseus
    δίψῃ καρχαλέος· παίφασσε δὲ τόνδʼ ἀνὰ χῶρον,
  2. ορμητικός, άγριος
    ※  3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 3.1058, @scaife.perseus
    καρχαλέοι κύνες ὥστε περὶ βρώμης, ὀλέκοιεν
  3. (για ήχο) τραχύς, οξύς
    ※  5ος κε αιώνας Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 29.199, @scaife.perseus
    καρχαλέον χρεμετισμὸν ἀνήρυγον ἀνθερεῶνος,

Συγγενικά

επεξεργασία