βάκτρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάκτρο | τα | βάκτρα |
γενική | του | βάκτρου | των | βάκτρων |
αιτιατική | το | βάκτρο | τα | βάκτρα |
κλητική | βάκτρο | βάκτρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βάκτρο < αρχαία ελληνική βάκτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβάκτρο ουδέτερο
- (λόγιο) βακτηρία
- (μηχανολογία) μεταλλικό ραβδί που κινείται παλινδρομικά και με τη σειρά του κινεί τον διωστήρα μιας μηχανής, χαλύβδινη ράβδος που συνδέεται με το έμβολο των κινητήρων ή των αντλιών που κινείται παλινδρομικά
- (βοτανική) περιβληματικά φύλλα ενός καρπού, όπως η αγκινάρα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βακτηρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία βάκτρο
|