διωστήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διωστήρας < (καθαρεύουσα) διωστήρ + -ας (→ δείτε τις λέξεις δια και ώση)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διωστήρας αρσενικό
- (μηχανολογία) επίμηκες εξάρτημα μηχανής, που χρησιμοποιείται ως ενδιάμεσο στη μετατροπή της παλινδρομικής κίνησης του εμβόλου σε περιστροφική