Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιστόνι τα πιστόνια
      γενική του πιστονιού των πιστονιών
    αιτιατική το πιστόνι τα πιστόνια
     κλητική πιστόνι πιστόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πιστόνι συνδεδεμένο πάνω σε στροφαλοφόρο άξονα με διωστήρα εντός σχηματικής μηχανής εσωτερικής καύσης.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιστόνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική piston + < ιταλική pistone (γουδοχέρι)[1] < λατινική pistare < pinso [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈsto.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐στό‐νι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιστόνι ουδέτερο

  • το έμβολο που κινείται μέσα στον κύλινδρο μηχανών εσωτερικής καύσης

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία