ώση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ώση < αρχαία ελληνική ὦσις < ὠθέω-ὠθῶ
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ώση | οι | ώσεις |
γενική | της | ώσης* | των | ώσεων |
αιτιατική | την | ώση | τις | ώσεις |
κλητική | ώση | ώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαώση θηλυκό
- η ενέργεια της ώθησης
- Οι ίδιοι κίνδυνοι ανακύπτουν όταν ελικοφόρα χρησιμοποιούν ανάστροφη ώση, αφού λόγω αυτής δημιουργείται ένας δυνατός άνεμος με κατεύθυνση προς τα πίσω (‘prop wash’ - ελικόρευμα), ο οποίος έχει παρόμοιες επιπτώσεις με το ‘jet blast’. (*)
- (φυσική) ώση (αλλά και ώθηση) είναι η μεταβολή της ορμής με άσκηση κάποιας δύναμης και συμβόλίζεται με κεφαλαίο Ωμέγα (Ω)
- (ιατρική) το κύμα της έξαρσης μιας νόσου
- η επανεμφάνιση συμπτωμάτων κατά ώσεις (η διακύμανση της νόσου με περιόδους ύφεσης και έξαρσης)
- σε διάφορες επιστήμες η ώση είναι η νευρική διέγερση και το ερέθισμα