ώσμωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ώσμωση | οι | ωσμώσεις |
γενική | της | ώσμωσης* | των | ωσμώσεων |
αιτιατική | την | ώσμωση | τις | ωσμώσεις |
κλητική | ώσμωση | ωσμώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ωσμώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ώσμωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὤσμω(σις) + -ση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osmosis < γαλλική osmose[1] < αρχαία ελληνική ὠσμός < ὠθέω / ὠθῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαώσμωση θηλυκό
- το φαινόμενο της διάχυσης περισσοτέρων μορίων διαλύτη (συνήθως νερού), μέσω ημιπερατής μεμβράνης, από το διάλυμα της μικρότερης συγκέντρωσης (υποτονικό διάλυμα) στο διάλυμα της μεγαλύτερης συγκέντρωσης (υπέρτονο διάλυμα)
- (μεταφορικά) αλληλεπίδραση
- η ώσμωση των ιδεών
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ώσμωση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ώσμωση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ώσμωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας