Δείτε επίσης: διαλυτής, διαλυτῆς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαλύτης οι διαλύτες
      γενική του διαλύτη των διαλυτών
    αιτιατική τον διαλύτη τους διαλύτες
     κλητική διαλύτη διαλύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαλύτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλύτης (που διασπά, διαλύει), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dissolvant [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯aˈli.tis/
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐α‐λύ‐της
τονικό παρώνυμο: διαλυτής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαλύτης αρσενικό

  • (χημεία) ουσία που μαζί με άλλες ουσίες δημιουργεί ομογενή μίγματα
    Ο καλύτερος διαλύτης είναι το νερό, μπορεί να διαλύσει χιλιάδες ή εκατομύρια άλλες ουσίες, όπως άλατα, οξέα και βάσεις.

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διαλύω, διά και δύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

επεξεργασία