διαλυτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαλυτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλυτικός
- για τη διάλυση στη χημεία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dissolvant, dissolutif [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.li.tiˈkos/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐λυ‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
διαλυτικός, -ή, -ό (χωρίς παραθετικά)
- ο σχετικός με τη διάλυση
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαλυτικός
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ διαλυτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαλυτικός < διαλύτ(ης) + -ικός [1]
Επίθετο
επεξεργασία
διαλυτικός, -ή, -όν (χωρίς παραθετικά)
- που διαλύει, που αποσυνθέτει
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Τίμαιος, 60b (60a-60b) @scaife.perseus
- ὅσον δὲ διαχυτικὸν μέχρι φύσεως τῶν περὶ τὸ στόμα συνόδων, ταύτῃ τῇ δυνάμει γλυκύτητα παρεχόμενον, μέλι τὸ κατὰ πάντων μάλιστα πρόσρημα ἔσχεν, τὸ δὲ τῆς σαρκὸς διαλυτικὸν τῷ κάειν, ἀφρῶδες γένος, ἐκ πάντων ἀφορισθὲν τῶν χυμῶν, ὀπὸς ἐπωνομάσθη.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Τίμαιος, 60b (60a-60b) @scaife.perseus
- (ιατρική) χαλαρωτικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί, (Aphorismi), 3.5, @scaife.perseus
- Νότοι βαρυήκοοι, ἀχλυώδεες, καρηβαρικοὶ, νωθροὶ, διαλυτικοί· ὁκόταν οὗτος δυναστεύῃ, τοιαῦτα ἐν τῇσιν ἀῤῥωστίῃσι πάσχουσιν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί, (Aphorismi), 3.5, @scaife.perseus
- καταστρεπτικός, βλαβερός
- (ελληνιστική σημασία) που επιφέρει συνδιαλλαγή, συμβιβασμό σε διαδικασίες διαζυγίου, διαθήκες, κλπ.
Παράγωγα
επεξεργασία- διαλυτικῶς (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ s.v. διαλύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- διαλυτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.