διαλυτικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαλυτικός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
διαλυτικός
- ο σχετικός με τη διάλυση
- που έχει την ιδιότητα να διαλύει ένα στερεό ή να αραιώνει ένα διάλυμα
- πρέπει να προσθέσεις στο μείγμα λίγο διαλυτικό υγρό
- που επιφέρει τη νομική διάλυση, πχ μιας εταιρείας
- που έχει ως αποτέλεσμα να διασπά τη συνοχή μιας ομάδας, την ομαλή λειτουργία ενός συνόλου
- διαλυτική παρέμβαση
- που έχει την ιδιότητα να διαλύει ένα στερεό ή να αραιώνει ένα διάλυμα