διαλυτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.liˈtis/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐λυ‐τής
- τονικό παρώνυμο: διαλύτης
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
διαλυτής
- γενική ενικού, θηλυκού γένους (διαλυτή) του διαλυτός
- παλιότερη γραφή διαλυτῆς
- ※ Οπτικές και χημικές ιδιότητες διαλυτής οργανικής ύλης στο θαλάσσιο περιβάλλον (Δημήτριος Τσολιάκος, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), 2011)
- ※ Διαλύτες ονομάζονται οι επιφανειακοενεργές ουσίες που έχουν την ικανότητα να αυξάνουν τη διαλυτότητα μίας μη διαλυτής ουσίας σε κάποιο διαλυτικό μέσο. (Φυσικός διαλύτης για αρώματα, ανακτήθηκε στις 2/3/2025 )
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαλυτής <
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαλυτής αρσενικό
- (για όνειρο) ερμηνευτής, εξηγητής
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σελ. 96 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi
Πηγές
επεξεργασία
- διαλυτής - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
διαλῠτα- | |||||
ονομαστική | ὁ | διαλυτής | οἱ | διαλυταί | |
γενική | τοῦ | διαλυτοῦ | τῶν | διαλυτῶν | |
δοτική | τῷ | διαλυτῇ | τοῖς | διαλυταῖς | |
αιτιατική | τὸν | διαλυτήν | τοὺς | διαλυτᾱ́ς | |
κλητική ὦ! | διαλυτᾰ́ | διαλυταί | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαλυτᾱ́ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | διαλυταῖν | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαλυτής < διαλύω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαλυτής, -οῦ
- καταλύτης, που συντελεί στην διάλυση, στη διάσπαση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 82.5
- καὶ ὁ μὲν χαλεπαίνων πιστὸς αἰεί, ὁ δ᾽ ἀντιλέγων αὐτῷ ὕποπτος. ἐπιβουλεύσας δέ τις τυχὼν ξυνετὸς καὶ ὑπονοήσας ἔτι δεινότερος· προβουλεύσας δὲ ὅπως μηδὲν αὐτῶν δεήσει, τῆς τε ἑταιρίας διαλυτὴς καὶ τοὺς ἐναντίους ἐκπεπληγμένος.
- Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Όποιον επινοούσε κανένα τέχνασμα και πετύχαινε, τον θεωρούσαν σπουδαίο, κι όποιον υποψιαζόταν σύγκαιρα και φανέρωνε τα σχέδια του αντιπάλου, τον θεωρούσαν ακόμα πιο σπουδαίο. Ενώ όποιος ήταν αρκετά προνοητικός, ώστε να μην χρειαστούν τέτοια μέσα, θεωρούσαν ότι διαλύει το κόμμα και ότι είναι τρομοκρατημένος από την αντίπαλη παράταξη.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ ὁ μὲν χαλεπαίνων πιστὸς αἰεί, ὁ δ᾽ ἀντιλέγων αὐτῷ ὕποπτος. ἐπιβουλεύσας δέ τις τυχὼν ξυνετὸς καὶ ὑπονοήσας ἔτι δεινότερος· προβουλεύσας δὲ ὅπως μηδὲν αὐτῶν δεήσει, τῆς τε ἑταιρίας διαλυτὴς καὶ τοὺς ἐναντίους ἐκπεπληγμένος.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 82.5
- μεσολαβητής
- (για νόμο) παραβάτης
Συγγενικά
επεξεργασία- διαλύτης (ελληνιστική κοινή)
- διαλυτός & συγγενικά
Πηγές
επεξεργασία
- διαλυτής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαλυτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.