Δείτε επίσης: διαλυτῆς, διαλύτης

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

διαλυτής



Ετυμολογία

επεξεργασία
διαλυτής <

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαλυτής αρσενικό

Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 96 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
διαλῠτα-
ονομαστική διαλυτής οἱ διαλυταί
      γενική τοῦ διαλυτοῦ τῶν διαλυτῶν
      δοτική τῷ διαλυτ τοῖς διαλυταῖς
    αιτιατική τὸν διαλυτήν τοὺς διαλυτᾱ́ς
     κλητική ! διαλυτᾰ́ διαλυταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαλυτᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διαλυταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαλυτής < διαλύω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαλυτής, -οῦ

  1. καταλύτης, που συντελεί στην διάλυση, στη διάσπαση
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 82.5
    καὶ ὁ μὲν χαλεπαίνων πιστὸς αἰεί, ὁ δ᾽ ἀντιλέγων αὐτῷ ὕποπτος. ἐπιβουλεύσας δέ τις τυχὼν ξυνετὸς καὶ ὑπονοήσας ἔτι δεινότερος· προβουλεύσας δὲ ὅπως μηδὲν αὐτῶν δεήσει, τῆς τε ἑταιρίας διαλυτὴς καὶ τοὺς ἐναντίους ἐκπεπληγμένος.
    Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Όποιον επινοούσε κανένα τέχνασμα και πετύχαινε, τον θεωρούσαν σπουδαίο, κι όποιον υποψιαζόταν σύγκαιρα και φανέρωνε τα σχέδια του αντιπάλου, τον θεωρούσαν ακόμα πιο σπουδαίο. Ενώ όποιος ήταν αρκετά προνοητικός, ώστε να μην χρειαστούν τέτοια μέσα, θεωρούσαν ότι διαλύει το κόμμα και ότι είναι τρομοκρατημένος από την αντίπαλη παράταξη.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
  2. μεσολαβητής
  3. (για νόμο) παραβάτης

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις διαλύω και λύω