Δείτε επίσης: διάλυτος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαλυτός η διαλυτή το διαλυτό
      γενική του διαλυτού της διαλυτής του διαλυτού
    αιτιατική τον διαλυτό τη διαλυτή το διαλυτό
     κλητική διαλυτέ διαλυτή διαλυτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαλυτοί οι διαλυτές τα διαλυτά
      γενική των διαλυτών των διαλυτών των διαλυτών
    αιτιατική τους διαλυτούς τις διαλυτές τα διαλυτά
     κλητική διαλυτοί διαλυτές διαλυτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαλυτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλυτός (που μπορεί να διασπαστεί), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική soluble, dissoluble.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε διαλύ(ω) + -τός (ρηματικό επίθετο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.liˈtos/
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐α‐λυ‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

διαλυτός, -ή, -ό

  • που μπορεί να διαλυθεί μέσα σε ένα άλλο σώμα, κυρίως υγρό
    ουσίες διαλυτές / μη διαλυτές στο νερό

παράγωγα ή σύνθετα με δεύτερο συνθετικό διαλυτός

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη διαλύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διαλυτός τὸ διαλυτόν
      γενική τοῦ/τῆς διαλυτοῦ τοῦ διαλυτοῦ
      δοτική τῷ/τῇ διαλυτ τῷ διαλυτ
    αιτιατική τὸν/τὴν διαλυτόν τὸ διαλυτόν
     κλητική ! διαλυτέ διαλυτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διαλυτοί τὰ διαλυτᾰ́
      γενική τῶν διαλυτῶν τῶν διαλυτῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς διαλυτοῖς τοῖς διαλυτοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς διαλυτούς τὰ διαλυτᾰ́
     κλητική ! διαλυτοί διαλυτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαλυτώ τὼ διαλυτώ
      γεν-δοτ τοῖν διαλυτοῖν τοῖν διαλυτοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαλυτός < διαλύ(ω) + -τός (ρηματικό επίθετο)

  Επίθετο

επεξεργασία

διαλυτός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία

με διαλυτ-

→ και δείτε τις λέξεις διαλύω, διά, λύω και λυτός