soluble
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
soluble (en)
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
soluble | solubles |
soluble (fr) αρσενικό ή θηλυκό
soluble (en)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
soluble | solubles |
soluble (fr) αρσενικό ή θηλυκό