λυτός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λυτός < αρχαία ελληνική λυτός < λύω
ΠροφοράΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
λυτός, -ή, -ό
- που έχει λυθεί
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λύνω