ενεστώτας untie
γ΄ ενικό ενεστώτα unties
αόριστος untied
παθητική μετοχή untied
ενεργητική μετοχή untying

  Ετυμολογία

επεξεργασία
untie < un- + tie

untie (en)

  • λύνω, ξεδένω, ξεχωρίζω τα κομμάτια σπάγκου, σχοινιού κτλ. που σχηματίζουν κόμπο σε κάτι
    ⮡  I am untying a knot/my tie.
    Λύνω έναν κόμπο/τη γραβάτα μου.
    ⮡  The boat became untied.
    Λύθηκε η βάρκα.
    ⮡  Your laces are untied.
    Τα κορδόνια σου είναι λυμένα/λυτά.
    ⮡  My shoelaces got untied.
    Λύθηκαν τα κορδόνια των παπουτσιών μου.
     αντώνυμα: tie