untie
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | untie |
γ΄ ενικό ενεστώτα | unties |
αόριστος | untied |
παθητική μετοχή | untied |
ενεργητική μετοχή | untying |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαuntie (en)
Πηγές
επεξεργασία- untie - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 513, 514. ISBN 9780194325684., λήμμα: λύνω, λυτός