ξεδένω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεδένω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεδένω | ξέδενα | θα ξεδένω | να ξεδένω | ξεδένοντας | |
β' ενικ. | ξεδένεις | ξέδενες | θα ξεδένεις | να ξεδένεις | ξέδενε | |
γ' ενικ. | ξεδένει | ξέδενε | θα ξεδένει | να ξεδένει | ||
α' πληθ. | ξεδένουμε | ξεδέναμε | θα ξεδένουμε | να ξεδένουμε | ||
β' πληθ. | ξεδένετε | ξεδένατε | θα ξεδένετε | να ξεδένετε | ξεδένετε | |
γ' πληθ. | ξεδένουν(ε) | ξέδεναν ξεδέναν(ε) |
θα ξεδένουν(ε) | να ξεδένουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέδεσα | θα ξεδέσω | να ξεδέσω | ξεδέσει | ||
β' ενικ. | ξέδεσες | θα ξεδέσεις | να ξεδέσεις | ξέδεσε | ||
γ' ενικ. | ξέδεσε | θα ξεδέσει | να ξεδέσει | |||
α' πληθ. | ξεδέσαμε | θα ξεδέσουμε | να ξεδέσουμε | |||
β' πληθ. | ξεδέσατε | θα ξεδέσετε | να ξεδέσετε | ξεδέστε | ||
γ' πληθ. | ξέδεσαν ξεδέσαν(ε) |
θα ξεδέσουν(ε) | να ξεδέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεδέσει | είχα ξεδέσει | θα έχω ξεδέσει | να έχω ξεδέσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεδέσει | είχες ξεδέσει | θα έχεις ξεδέσει | να έχεις ξεδέσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεδέσει | είχε ξεδέσει | θα έχει ξεδέσει | να έχει ξεδέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεδέσει | είχαμε ξεδέσει | θα έχουμε ξεδέσει | να έχουμε ξεδέσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεδέσει | είχατε ξεδέσει | θα έχετε ξεδέσει | να έχετε ξεδέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεδέσει | είχαν ξεδέσει | θα έχουν ξεδέσει | να έχουν ξεδέσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεδένομαι | ξεδενόμουν(α) | θα ξεδένομαι | να ξεδένομαι | ||
β' ενικ. | ξεδένεσαι | ξεδενόσουν(α) | θα ξεδένεσαι | να ξεδένεσαι | (ξεδένου) | |
γ' ενικ. | ξεδένεται | ξεδενόταν(ε) | θα ξεδένεται | να ξεδένεται | ||
α' πληθ. | ξεδενόμαστε | ξεδενόμαστε ξεδενόμασταν |
θα ξεδενόμαστε | να ξεδενόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεδένεστε | ξεδενόσαστε ξεδενόσασταν |
θα ξεδένεστε | να ξεδένεστε | (ξεδένεστε) | |
γ' πληθ. | ξεδένονται | ξεδένονταν ξεδενόντουσαν |
θα ξεδένονται | να ξεδένονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεδέθηκα | θα ξεδεθώ | να ξεδεθώ | ξεδεθεί | ||
β' ενικ. | ξεδέθηκες | θα ξεδεθείς | να ξεδεθείς | ξεδέσου | ||
γ' ενικ. | ξεδέθηκε | θα ξεδεθεί | να ξεδεθεί | |||
α' πληθ. | ξεδεθήκαμε | θα ξεδεθούμε | να ξεδεθούμε | |||
β' πληθ. | ξεδεθήκατε | θα ξεδεθείτε | να ξεδεθείτε | ξεδεθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεδέθηκαν ξεδεθήκαν(ε) |
θα ξεδεθούν(ε) | να ξεδεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεδεθεί | είχα ξεδεθεί | θα έχω ξεδεθεί | να έχω ξεδεθεί | ξεδεμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεδεθεί | είχες ξεδεθεί | θα έχεις ξεδεθεί | να έχεις ξεδεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεδεθεί | είχε ξεδεθεί | θα έχει ξεδεθεί | να έχει ξεδεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεδεθεί | είχαμε ξεδεθεί | θα έχουμε ξεδεθεί | να έχουμε ξεδεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεδεθεί | είχατε ξεδεθεί | θα έχετε ξεδεθεί | να έχετε ξεδεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεδεθεί | είχαν ξεδεθεί | θα έχουν ξεδεθεί | να έχουν ξεδεθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεδένω
|