Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεδεμένος η ξεδεμένη το ξεδεμένο
      γενική του ξεδεμένου της ξεδεμένης του ξεδεμένου
    αιτιατική τον ξεδεμένο την ξεδεμένη το ξεδεμένο
     κλητική ξεδεμένε ξεδεμένη ξεδεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεδεμένοι οι ξεδεμένες τα ξεδεμένα
      γενική των ξεδεμένων των ξεδεμένων των ξεδεμένων
    αιτιατική τους ξεδεμένους τις ξεδεμένες τα ξεδεμένα
     κλητική ξεδεμένοι ξεδεμένες ξεδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεδένω

  Μετοχή επεξεργασία

ξεδεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία