tie
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tie | ties |
tie (en)
- η γραβάτα
- ο σύνδεσμος, ο δεσμός
- (μουσική) σύζευξη διαρκείας
- ισοβαθμία για συμμετέχοντες σε ένα διαγωνισμό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | tie |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ties |
αόριστος | tied |
παθητική μετοχή | tied |
ενεργητική μετοχή | tying |
tie (en)
- (μεταβατικό) δένω, κρατώ δύο ή περισσότερα πράγματα μαζί με κλωστή, σχοινί κτλ.
- (μεταβατικό) δένω, κάνω έναν κόμπο σε ένα κομμάτι κλωστή, σχοινί κτλ.
- ⮡ I am tying my shoelaces.
- Δένω τα κορδόνια μου.
- ⮡ I tied my tie.
- Έδεσα την γραβάτα μου.
- ⮡ There’s a trick to tying knots.
- Θέλει κόλπο για να δέσεις κόμπους.
- ⮡ I am tying my shoelaces.
- (μεταβατικό) δένω, περιορίζω την ελευθερία κάποιου να ενεργεί και τον κάνω να μην μπορεί να κάνει ό,τι θέλει
- ⮡ He tied me into a contract.
- Μου έδεσε μ' ένα συμβόλαιο.
- ⮡ He tied me into a contract.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ισοβαθμώ, έρχομαι ισοπαλία, έχω τους ίδιους βαθμούς ή την ίδια θέση με κάποιον άλλο σε ένα διαγωνισμό
- ⮡ The first three teams tied.
- Οι τρεις πρώτες ομάδες ισοβάθμησαν.
- ⮡ They tied for first place.
- Ήρθαν ισοπαλία στην πρώτη θέση.
- ⮡ The first three teams tied.
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- tie (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- tie (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211, 212. ISBN 9780194325684., λήμμα: δένω, δεσμός
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαtie (eo)
- εκεί
- ⮡ ĝi estas tie, kie vi lasis ĝin, είναι εκεί όπου το άφησες
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtie (fi)