Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισοβαθμία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ισοβαθμί
α
οι
ισοβαθμί
ες
γενική
της
ισοβαθμί
ας
των
ισοβαθμι
ών
αιτιατική
την
ισοβαθμί
α
τις
ισοβαθμί
ες
κλητική
ισοβαθμί
α
ισοβαθμί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ισοβαθμία
<
ισόβαθμος
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ισοβαθμία
θηλυκό
η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι συναγωνιζόμενοι σε διαγωνισμό, πρωτάθλημα κλπ.
ισοβαθμούν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ισοβαθμία
αγγλικά
:
tie
(en)
,
dead heat
(en)
τσεχικά
:
remíza
(cs)