Ετυμολογία

επεξεργασία
ισοβαθμώ < ισόβαθμος

ισοβαθμώ

  • έχω ίσους βαθμούς με άλλους συναγωνιζόμενους σε διαγωνισμό, πρωτάθλημα κλπ.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία