Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισοβαθμώ < ισόβαθμος

  Ρήμα επεξεργασία

ισοβαθμώ

  • έχω ίσους βαθμούς με άλλους συναγωνιζόμενους σε διαγωνισμό, πρωτάθλημα κλπ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία