↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισόβαθμος η ισόβαθμη το ισόβαθμο
      γενική του ισόβαθμου της ισόβαθμης του ισόβαθμου
    αιτιατική τον ισόβαθμο την ισόβαθμη το ισόβαθμο
     κλητική ισόβαθμε ισόβαθμη ισόβαθμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισόβαθμοι οι ισόβαθμες τα ισόβαθμα
      γενική των ισόβαθμων των ισόβαθμων των ισόβαθμων
    αιτιατική τους ισόβαθμους τις ισόβαθμες τα ισόβαθμα
     κλητική ισόβαθμοι ισόβαθμες ισόβαθμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισόβαθμος < ισό- + βαθμ(ός) + -ος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική έκφραση du même grade)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈso.va.θmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σό‐βαθ‐μος
παλιότερος συλλαβισμός: ι‐σό‐βα‐θμος

  Επίθετο

επεξεργασία

ισόβαθμος, -η, -ο

  • που έχει τον ίδιο βαθμό με κάποιον άλλο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία