ομοιόβαθμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοιόβαθμος < όμοιος + -ο- + βαθμός + -ος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική du même grade)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.miˈo.vaθ.mos/
Επίθετο
επεξεργασίαομοιόβαθμος, -η, -ο
ομοιόβαθμος, -η, -ο