peer
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
peer | peers |
peer (en)
- κάποιος που βρίσκεται στο ίδιο κοινωνικό ή επαγγελματικό επίπεδο με άλλους
- ευγενής με κληρονομικό τίτλο
- ομότιμος
Αφρικάανς (af)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
peer (af)
Ολλανδικά (nl)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
peer (nl)