Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνομήλικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνομήλικ
ος
η
συνομήλικ
η
το
συνομήλικ
ο
γενική
του
συνομήλικ
ου
της
συνομήλικ
ης
του
συνομήλικ
ου
αιτιατική
τον
συνομήλικ
ο
τη
συνομήλικ
η
το
συνομήλικ
ο
κλητική
συνομήλικ
ε
συνομήλικ
η
συνομήλικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνομήλικ
οι
οι
συνομήλικ
ες
τα
συνομήλικ
α
γενική
των
συνομήλικ
ων
των
συνομήλικ
ων
των
συνομήλικ
ων
αιτιατική
τους
συνομήλικ
ους
τις
συνομήλικ
ες
τα
συνομήλικ
α
κλητική
συνομήλικ
οι
συνομήλικ
ες
συνομήλικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνομήλικος
<
ελληνιστική
συνομῆλιξ
Επίθετο
επεξεργασία
συνομήλικος
που έχει την ίδια
ηλικία
με το άτομο στο οποίο αναφέρεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνομήλικος
αγγλικά
:
peer
(en)
γαλλικά
: du
même
(fr)
âge
(fr)
,
contemporain
(fr)
ιταλικά
:
coetaneo
(it)