contemporain
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contemporain | contemporains |
θηλυκό | contemporaine | contemporaines |
Επίθετο
επεξεργασίαcontemporain (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contemporain | contemporains |
θηλυκό | contemporaine | contemporaines |
contemporain (fr)