grade
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
grade | grades |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgrade (en)
- ο βαθμός
- ⮡ What grade did you get in Spanish?
- Τι βαθμό πήρες στα ισπανικά;
- ⮡ His grades on the final exams are really impressive.
- Οι βαθμοί του στις τελικές εξετάσεις είναι πραγματικά εντυπωσιακοί.
- ⮡ What grade did you get in Spanish?
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
grade | grades |
grade (fr) αρσενικό
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαgrade (eo)