Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grade grades

grade (en)

  • ο βαθμός
    ⮡  What grade did you get in Spanish?
    Τι βαθμό πήρες στα ισπανικά;
    ⮡  His grades on the final exams are really impressive.
    Οι βαθμοί του στις τελικές εξετάσεις είναι πραγματικά εντυπωσιακοί.
ενεστώτας grade
γ΄ ενικό ενεστώτα grades
αόριστος graded
παθητική μετοχή graded
ενεργητική μετοχή grading

grade (en)

  1. βαθμολογώ, βάζω έναν βαθμό σε κάτι από μαθητή
    ⮡  My teacher grades leniently.
    Ο καθηγητής μου βαθμολογεί με επιείκεια.
  2. ταξινομώ, τακτοποιώ ανθρώπους ή πράγματα σε ομάδες ανάλογα με τις ικανότητες, την ποιότητα, το μέγεθός τους κτλ.
    ⮡  The containers are graded according to size.
    Τα δοχεία ταξινομούνται σύμφωνα με το μέγεθος.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grade grades

grade (fr) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
grade < grad- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

grade (eo)