ενικός         πληθυντικός  
grade grades

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

grade (en)

  • ο βαθμός
    ⮡  What grade did you get in Spanish?
    Τι βαθμό πήρες στα ισπανικά;
    ⮡  His grades on the final exams are really impressive.
    Οι βαθμοί του στις τελικές εξετάσεις είναι πραγματικά εντυπωσιακοί.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grade grades

grade (fr) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
grade < grad- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

grade (eo)