κλιμάκιο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κλιμάκιο < κλιμάκιον (υποκοριστικό του ουσιαστικού κλῖμαξ) < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική échelon
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κλιμάκιο ουδέτερο
- βαθμίδα σε μια κλίμακα (πχ φορολογική, μισθολογική κ.λπ.)
- οι δημόσιοι υπάλληλοι αλλάζουν μισθολογικό κλιμάκιο κάθε δύο χρόνια
- ομάδα στελεχών ενός οργανισμού που ανήκουν στην ίδια βαθμίδα της ιεραρχίας ή με μία συγκεκριμένη αποστολή
- την Ελλάδα επισκέπτεται κλιμάκιο στελεχών του Δ.Ν.Τ.