ενικός         πληθυντικός  
bracket brackets
ΔΦΑ : /ˈbɹækɪt/
 

Ουσιαστικό

επεξεργασία

bracket (en)

  1. (τυπογραφία, μαθηματικά, πληροφορική) σύμβολο, συνήθως σε ζεύγη (αριστερό, δεξιό σύμβολο), που χρησιμοποιούνται για να ξεχωρίσουν κείμενο, όπως και στις μαθηματικές εκφράσεις
      angle brackets - γωνιώδεις αγκύλες - <…>
      curly brackets - άγκιστρα - {…}
      round brackets - παρενθέσεις - (…)
      square brackets - αγκύλες - […]
  2. η τάξη, τιμή, ηλικία, εισόδημα κ.λπ. που βρίσκονται μέσα σε ένα συγκεκριμένο πεδίο
      He belongs to the top income bracket.
    Ανήκει στην ανώτατη εισοδηματική τάξη.

Υπερώνυμα

επεξεργασία