bracket
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bracket | brackets |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbracket (en)
- (τυπογραφία, μαθηματικά, πληροφορική) σύμβολο, συνήθως σε ζεύγη (αριστερό, δεξιό σύμβολο), που χρησιμοποιούνται για να ξεχωρίσουν κείμενο, όπως και στις μαθηματικές εκφράσεις
- ↪ angle brackets - γωνιώδεις αγκύλες -
<…>
- ↪ curly brackets - άγκιστρα -
{…}
- ↪ round brackets - παρενθέσεις -
(…)
- ↪ square brackets - αγκύλες -
[…]
- ↪ angle brackets - γωνιώδεις αγκύλες -
- η τάξη, τιμή, ηλικία, εισόδημα κ.λπ. που βρίσκονται μέσα σε ένα συγκεκριμένο πεδίο
- ↪ He belongs to the top income bracket.
- Ανήκει στην ανώτατη εισοδηματική τάξη.
- ↪ He belongs to the top income bracket.