↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άγκιστρο τα άγκιστρα
      γενική του άγκιστρου
αγκίστρου
των άγκιστρων
αγκίστρων
    αιτιατική το άγκιστρο τα άγκιστρα
     κλητική άγκιστρο άγκιστρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άγκιστρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγκιστρον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈaŋ.ɟi.stɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐γκι‐στρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άγκιστρο ουδέτερο

  1. ο γάντζος
  2. (τυπογραφία, μαθηματικά, προγραμματισμός) καθένα από τα σύμβολα { και }
    → δείτε  σημείο στίξης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία