άγκιστρο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άγκιστρο | τα | άγκιστρα |
γενική | του | αγκίστρου & άγκιστρου |
των | αγκίστρων & άγκιστρων |
αιτιατική | το | άγκιστρο | τα | άγκιστρα |
κλητική | άγκιστρο | άγκιστρα | ||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άγκιστρο < αρχαία ελληνική ἄγκιστρον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άγκιστρο ουδέτερο
- ο γάντζος
- (τυπογραφία, μαθηματικά, προγραμματισμός) καθένα από τα σύμβολα { και }
- Υπερώνυμα: σημείο στίξεως
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τυπογραφία, μαθηματικά, προγραμματισμός