↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκιστριά οι αγκιστριές
      γενική της αγκιστριάς των αγκιστριών
    αιτιατική την αγκιστριά τις αγκιστριές
     κλητική αγκιστριά αγκιστριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγκιστριά < αγκίστρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγκιστριά θηλυκό

  1. (ψάρεμα) το ρίξιμο της πετονιάς με τα αγκίστρια στη θάλασσα
  2. τα ψάρια που πιάνονται κάθε φορά στο αγκίστρι

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία