αγκιστριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγκιστριά | οι | αγκιστριές |
γενική | της | αγκιστριάς | των | αγκιστριών |
αιτιατική | την | αγκιστριά | τις | αγκιστριές |
κλητική | αγκιστριά | αγκιστριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγκιστριά < αγκίστρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγκιστριά θηλυκό
- (ψάρεμα) το ρίξιμο της πετονιάς με τα αγκίστρια στη θάλασσα
- τα ψάρια που πιάνονται κάθε φορά στο αγκίστρι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγκιστριά
|