Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετονιά οι πετονιές
      γενική της πετονιάς των πετονιών
    αιτιατική την πετονιά τις πετονιές
     κλητική πετονιά πετονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετονιά < άγνωστης ετυμολογίας ίσως πετ(ώ) + -όνι με τροπή σε θηλυκό (όπως τα συνώνυμα)[1][2]
 
Πετονιά σε κουβάρια.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.toˈɲa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πετονιά θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. πετονιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας