Δείτε επίσης: ἀγκιστρώνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκιστρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκιστρώνω[1] < ελληνιστική κοινή ἀγκιστρῶ, συνηρημένος τύπος του ἀγκιστρόω + -ώνω → δείτε τη λέξη ἄγκιστρον (αρχαία ελληνικά)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aŋ.ɟiˈstɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκι‐στρώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

αγκιστρώνω, αόρ.: αγκίστρωσα, παθ.φωνή: αγκιστρώνομαι, π.αόρ.: αγκιστρώθηκα, μτχ.π.π.: αγκιστρωμένος

  1. πιάνω ένα ψάρι χρησιμοποιώντας αγκίστρι
     συνώνυμα: αγκιστρεύω
  2. συνδέω σταθερά ένα αντικείμενο/εξάρτημα σε μία βάση ή μηχανισμό που περιλαμβάνει ένα άγκιστρο
     συνώνυμα: γαντζώνω

Συγγενικά επεξεργασία

με αγκιστρω-

→ και δείτε τη λέξη άγκιστρο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία