Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαγκιστρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος απαγκιστρώνω

  Ρήμα επεξεργασία

απαγκιστρώνομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος απαγκιστρώνω
  2. (στρατιωτικός όρος) με ελιγμό κατορθώνω να αποφύγω τον αποκλεισμό

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία