Ετυμολογία

επεξεργασία
απαγκιστρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος απαγκιστρώνω

απαγκιστρώνομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος απαγκιστρώνω
  2. (στρατιωτικός όρος) με ελιγμό κατορθώνω να αποφύγω τον αποκλεισμό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία