ξαγκίστρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαγκίστρωμα < ξ- + αγκίστρωμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξαγκίστρωμα ουδέτερο
- η αφαίρεση από το αγκίστρι
- (ναυτικός όρος) η ανάσπαση, η απόσπαση της άγκυρας από τον βυθό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ναυτικός όρος