ξαγκιστρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαγκιστρώνω < ξε ακυρωτικό και αγκιστρώνω
Ρήμα
επεξεργασίαξαγκιστρώνω
- αφαιρώ κάτι από το αγκίστρι, απαγκιστρώνω
- ξαγκιστρώνω το ψάρι / το σκουλήκι
- ανασύρω την άγκυρα από το βυθό
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαγκιστρώνω | ξαγκίστρωνα | θα ξαγκιστρώνω | να ξαγκιστρώνω | ξαγκιστρώνοντας | |
β' ενικ. | ξαγκιστρώνεις | ξαγκίστρωνες | θα ξαγκιστρώνεις | να ξαγκιστρώνεις | ξαγκίστρωνε | |
γ' ενικ. | ξαγκιστρώνει | ξαγκίστρωνε | θα ξαγκιστρώνει | να ξαγκιστρώνει | ||
α' πληθ. | ξαγκιστρώνουμε | ξαγκιστρώναμε | θα ξαγκιστρώνουμε | να ξαγκιστρώνουμε | ||
β' πληθ. | ξαγκιστρώνετε | ξαγκιστρώνατε | θα ξαγκιστρώνετε | να ξαγκιστρώνετε | ξαγκιστρώνετε | |
γ' πληθ. | ξαγκιστρώνουν(ε) | ξαγκίστρωναν ξαγκιστρώναν(ε) |
θα ξαγκιστρώνουν(ε) | να ξαγκιστρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαγκίστρωσα | θα ξαγκιστρώσω | να ξαγκιστρώσω | ξαγκιστρώσει | ||
β' ενικ. | ξαγκίστρωσες | θα ξαγκιστρώσεις | να ξαγκιστρώσεις | ξαγκίστρωσε | ||
γ' ενικ. | ξαγκίστρωσε | θα ξαγκιστρώσει | να ξαγκιστρώσει | |||
α' πληθ. | ξαγκιστρώσαμε | θα ξαγκιστρώσουμε | να ξαγκιστρώσουμε | |||
β' πληθ. | ξαγκιστρώσατε | θα ξαγκιστρώσετε | να ξαγκιστρώσετε | ξαγκιστρώστε | ||
γ' πληθ. | ξαγκίστρωσαν ξαγκιστρώσαν(ε) |
θα ξαγκιστρώσουν(ε) | να ξαγκιστρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαγκιστρώσει | είχα ξαγκιστρώσει | θα έχω ξαγκιστρώσει | να έχω ξαγκιστρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαγκιστρώσει | είχες ξαγκιστρώσει | θα έχεις ξαγκιστρώσει | να έχεις ξαγκιστρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαγκιστρώσει | είχε ξαγκιστρώσει | θα έχει ξαγκιστρώσει | να έχει ξαγκιστρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαγκιστρώσει | είχαμε ξαγκιστρώσει | θα έχουμε ξαγκιστρώσει | να έχουμε ξαγκιστρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαγκιστρώσει | είχατε ξαγκιστρώσει | θα έχετε ξαγκιστρώσει | να έχετε ξαγκιστρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαγκιστρώσει | είχαν ξαγκιστρώσει | θα έχουν ξαγκιστρώσει | να έχουν ξαγκιστρώσει |
|