Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαγκιστρώνω < ξε ακυρωτικό και αγκιστρώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαγκιστρώνω

  1. αφαιρώ κάτι από το αγκίστρι, απαγκιστρώνω
    ξαγκιστρώνω το ψάρι / το σκουλήκι
  2. ανασύρω την άγκυρα από το βυθό

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία