αγκίστρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγκίστρωμα < αγκιστρώ(νω) + -μα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋˈɟi.stɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκί‐στρω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγκίστρωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα ή η πράξη του αγκιστρώνω
- ⮡ καταπολεμούν το αγκίστρωμα των βακτηριδίων
- ⮡ Το αγκίστρωμα με δυσκολεύει
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγκίστρωμα
|