↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάσπαση οι ανασπάσεις
      γενική της ανάσπασης* των ανασπάσεων
    αιτιατική την ανάσπαση τις ανασπάσεις
     κλητική ανάσπαση ανασπάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανασπάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανάσπαση, < ανασπώ.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανάσπαση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία