ανάσπαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάσπαση | οι | ανασπάσεις |
γενική | της | ανάσπασης* | των | ανασπάσεων |
αιτιατική | την | ανάσπαση | τις | ανασπάσεις |
κλητική | ανάσπαση | ανασπάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανασπάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανάσπαση, < ανασπώ.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανάσπαση θηλυκό
- γενικά η ενέργεια του ανασπώ
- (ναυτικός όρος): η δυναμική ανέλκυση, ανάσυρση.
- ανάσπαση της άγκυρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανάσπαση
|