Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγκιστρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγκιστρωμέν
ος
η
αγκιστρωμέν
η
το
αγκιστρωμέν
ο
γενική
του
αγκιστρωμέν
ου
της
αγκιστρωμέν
ης
του
αγκιστρωμέν
ου
αιτιατική
τον
αγκιστρωμέν
ο
την
αγκιστρωμέν
η
το
αγκιστρωμέν
ο
κλητική
αγκιστρωμέν
ε
αγκιστρωμέν
η
αγκιστρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγκιστρωμέν
οι
οι
αγκιστρωμέν
ες
τα
αγκιστρωμέν
α
γενική
των
αγκιστρωμέν
ων
των
αγκιστρωμέν
ων
των
αγκιστρωμέν
ων
αιτιατική
τους
αγκιστρωμέν
ους
τις
αγκιστρωμέν
ες
τα
αγκιστρωμέν
α
κλητική
αγκιστρωμέν
οι
αγκιστρωμέν
ες
αγκιστρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγκιστρωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αγκιστρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αγκιστρωμένος, -η, -ο
που έχει πιαστεί με
αγκίστρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγκιστρωμένος
αγγλικά
:
hooked on
(en)
,
hooked
(en)