Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκίστρωση οι αγκιστρώσεις
      γενική της αγκίστρωσης* των αγκιστρώσεων
    αιτιατική την αγκίστρωση τις αγκιστρώσεις
     κλητική αγκίστρωση αγκιστρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγκιστρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκίστρωση < αγκιστρώ(νω) + -ση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aŋˈɟi.stɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκί‐στρω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγκίστρωση θηλυκό

  1. η ενέργεια του αγκιστρώνω ή του αγκιστρώνομαι
     συνώνυμα: αγκίστρωμα
  2. (μεταφορικά) τμήμα στρατού που είναι αναγκασμένο να μείνει στη θέση του, ώστε να μη καταστραφεί από εχθρικά πυρά

  Μεταφράσεις επεξεργασία