εχθρικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εχθρικός < ελληνιστική κοινή ἐχθρικός < αρχαία ελληνική ἐχθρός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /εxθɾiˈkɔs/
- συλλαβισμός : ε‐χθρι‐κός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
εχθρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με εχθρό, αναφέρεται ή ανήκει σ’ αυτό
- ≈ συνώνυμα: αντιμαχόμενος, αντίπαλος, πολέμιος
- ≠ αντώνυμα: συμμαχικός, φιλικός, φίλιος
- ※ Βυζαντινοί αυτοκράτορες είχαν εγκαταστήσει ένα σύστημα φάρων από τα σύνορα της αυτοκρατορίας ως την Κωνσταντινούπολη που, ως επί το πλείστον, είχαν οπτική επαφή ο ένας με τον άλλον και στους οποίους άναβαν τη φωτιά κάθε φορά που εχθρικά στρατεύματα εισέβαλλαν στη χώρα τους. (εφ. Το Βήμα, 28.11.2004)
- που φανερώνει εχθρότητα, επιθετικότητα, αδιαλλαξία, μίσος κ.λπ.
- που δεν δέχεται κάτι, που διάκειται αρνητικά προς αυτό
- δυσμενής, αρνητικός
Επεξεργασία
- εχθρικά
- εχθρικότητα
- εχθρικώς
- → δείτε τη λέξη εχθρός