πολέμιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πολέμιος | οι | πολέμιοι |
γενική | του | πολέμιου & πολεμίου |
των | πολέμιων & πολεμίων |
αιτιατική | τον | πολέμιο | τους | πολέμιους & πολεμίους |
κλητική | πολέμιε | πολέμιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολέμιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολέμιος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈle.mi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λέ‐μι‐ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολέμιος αρσενικό
- που αντιτίθεται σε κάτι
- ※ Ο Γαβριηλίδης υπήρξε σφοδρός πολέμιος των παλαιών κομμάτων και αγωνίστηκε μέσω της Ακροπόλεως για την επικράτηση του κινήματος το 1909. Επιφυλακτικός στην αρχή απέναντι του Βενιζέλου, ξεκίνησε σταδιακά την υποστήριξή του, παρόλους τους φόβους που εξέφραζε για μεσσιολατρεία της ελληνικής κοινωνίας.
- Στυλιανός Ματζούρης (2014), Η στάση του ελληνικού τύπου έναντι της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου (1910-1914), διδακτορική εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, σελ. 26
- ※ Ο Γαβριηλίδης υπήρξε σφοδρός πολέμιος των παλαιών κομμάτων και αγωνίστηκε μέσω της Ακροπόλεως για την επικράτηση του κινήματος το 1909. Επιφυλακτικός στην αρχή απέναντι του Βενιζέλου, ξεκίνησε σταδιακά την υποστήριξή του, παρόλους τους φόβους που εξέφραζε για μεσσιολατρεία της ελληνικής κοινωνίας.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πολέμιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας