πολέμιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πολέμιος | οι | πολέμιοι |
γενική | του | πολεμίου & πολέμιου |
των | πολεμίων & πολέμιων |
αιτιατική | τον | πολέμιο | τους | πολεμίους & πολέμιους |
κλητική | πολέμιε | πολέμιοι | ||
όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πολέμιος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική πολέμιος[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /poˈle.mi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λέ‐μι‐ος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πολέμιος αρσενικό
- που αντιτίθεται σε κάτι
- ↪ στους δρόμους, πολέμιοι και υποστηρικτές του...
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «πολέμιος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.