Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσσιολατρεία οι μεσσιολατρείες
      γενική της μεσσιολατρείας των μεσσιολατρειών
    αιτιατική τη μεσσιολατρεία τις μεσσιολατρείες
     κλητική μεσσιολατρεία μεσσιολατρείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσσιολατρεία < μεσσί(ας) + -ο- + -λατρεία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.si.o.laˈtɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεσ‐σι‐ο‐λα‐τρεί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσσιολατρεία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία