Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσσιανικός η μεσσιανική το μεσσιανικό
      γενική του μεσσιανικού της μεσσιανικής του μεσσιανικού
    αιτιατική τον μεσσιανικό τη μεσσιανική το μεσσιανικό
     κλητική μεσσιανικέ μεσσιανική μεσσιανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσσιανικοί οι μεσσιανικές τα μεσσιανικά
      γενική των μεσσιανικών των μεσσιανικών των μεσσιανικών
    αιτιατική τους μεσσιανικούς τις μεσσιανικές τα μεσσιανικά
     κλητική μεσσιανικοί μεσσιανικές μεσσιανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσσιανικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική messianique[1]

  Επίθετο επεξεργασία

μεσσιανικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία