Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσσιανισμός οι μεσσιανισμοί
      γενική του μεσσιανισμού των μεσσιανισμών
    αιτιατική τον μεσσιανισμό τους μεσσιανισμούς
     κλητική μεσσιανισμέ μεσσιανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσσιανισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική messianisme < ελληνιστική κοινή Μεσσίας[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσσιανισμός αρσενικό

  1. (θρησκεία) η πίστη σ' έναν μεσσία που θα μας σώσει
  2. (μεταφορικά) η αναμονή ότι εξωτερικοί παράγοντες θα μας λυτρώσουν από κάτι κακό (όχι μόνο σε θρησκευτικό αλλά και σε πολιτικό, κοινωνικό κ.ά. επίπεδο)
  3. το να βασίζεται κάποιος σε κάποιο «μεσσία» (κάθε μορφής), με σκοπό την λύτρωσή του από κάτι.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία