μεσσιανισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσσιανισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική messianisme < ελληνιστική κοινή Μεσσίας[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσσιανισμός αρσενικό
- (θρησκεία) η πίστη σ' έναν μεσσία που θα μας σώσει
- (μεταφορικά) η αναμονή ότι εξωτερικοί παράγοντες θα μας λυτρώσουν από κάτι κακό (όχι μόνο σε θρησκευτικό αλλά και σε πολιτικό, κοινωνικό κ.ά. επίπεδο)
- το να βασίζεται κάποιος σε κάποιο «μεσσία» (κάθε μορφής), με σκοπό την λύτρωσή του από κάτι.
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσσιανισμός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μεσσιανισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας