Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σύμμαχος οι σύμμαχοι
      γενική του/της
του
συμμάχου
σύμμαχου
των συμμάχων
    αιτιατική τον/τη σύμμαχο τους/τις συμμάχους
     κλητική σύμμαχε σύμμαχοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό.
Δείτε και την κλίση του επιθέτου.
Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

σύμμαχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που έχει συνάψει συμμαχία με άλλο κράτος είτε σε καιρό πολέμου είτε ειρήνης
      είμαστε σύμμαχοι με τους Κύπριους
  2. (γενικά) ο συναγωνιστής, ο σύντροφος, αυτός που υποστηρίζει σθεναρά
      Σ' αυτή του την προσπάθεια, βρήκε τον Παύλο σύμμαχο και ένθερμο υποστηρικτή.
      ο καπετάνιος είχε σύμμαχό του και τον άνεμο (που ήταν ούριος)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σύμμαχος τὸ σύμμαχον
      γενική τοῦ/τῆς συμμάχου τοῦ συμμάχου
      δοτική τῷ/τῇ συμμάχ τῷ συμμάχ
    αιτιατική τὸν/τὴν σύμμαχον τὸ σύμμαχον
     κλητική ! σύμμαχε σύμμαχον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σύμμαχοι τὰ σύμμαχ
      γενική τῶν συμμάχων τῶν συμμάχων
      δοτική τοῖς/ταῖς συμμάχοις τοῖς συμμάχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς συμμάχους τὰ σύμμαχ
     κλητική ! σύμμαχοι σύμμαχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συμμάχω τὼ συμμάχω
      γεν-δοτ τοῖν συμμάχοιν τοῖν συμμάχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία