ενικός         πληθυντικός  
enemy enemies

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

enemy (en)

  1. ο εχθρός, άτομο που μισεί κάποιον ή που ενεργεί ή μιλάει εναντίον κάποιου ή κάτι
    He has many enemies.
    Έχει πολλούς εχθρούς.
  2. (μόνο ενικός) ο εχθρός, εχθρικός, χώρα ή ομάδα εναντίον της οποίας διεξάγω πόλεμο· οι στρατιώτες κτλ. αυτής της χώρας ή ομάδας
    Those who collaborate with the enemy are traitors to the country.
    Όσοι συνεργάζονται με τον εχθρό είναι προδότες της πατρίδας.
    The enemy was/were forced to retreat.
    Ο εχθρός αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
    enemy forces - εχθρικές δυνάμεις
  3. (επίσημο) ο εχθρός, οτιδήποτε βλάπτει κάτι ή το εμποδίζει να είναι επιτυχημένο
    His main enemy is laziness.
    Ο κυριότερος εχθρός του είναι η τεμπελιά.
    He is an enemy to progress.
    Είναι εχθρός της προόδου.

Συνώνυμα

επεξεργασία